Το πιο γνωστό γεφύρι
της Ελλάδας είναι, μάλλον, αυτό της Άρτας που «Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα
μαθητάδες […] ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν». Η γέφυρα του
Γοργοποτάμου έχει περάσει στην ιστορία για το μεγαλύτερο αντιστασιακό χτύπημα
κατά των κατακτητών. Τελευταία, θυμηθήκαμε και το γεφύρι στην Πλάκα, στην
Ήπειρο κι αυτό, με πλούσια ιστορία και ποικίλους συμβολισμούς. Γνωστή είναι,
ακόμα, σε εμάς τους Τσιριγώτες και η ιστορία της γέφυρας στο Κατούνι, λαμπρό
κατάλοιπο της Αγγλοκρατίας στα Κύθηρα. Ωστόσο, η ιστορία ενός μικρού, ταπεινού
γεφυριού στην θέση Πορταλαμίου, στο λαγκάδι του Μάκρωνα, κοντά στο σημερινό
τσιμεντένιο γεφύρι, μπορεί να είναι άγνωστη στους πολλούς αλλά είναι τόσο
επίκαιρη και συγχρόνως τόσο διδακτική για τα ήθη μιας εποχής, που κατά την
γνώμη μου συμβολίζει τη μεγάλη αγωνία και την τεράστια προσπάθεια των πατεράδων
μας για να ορίσουν την πρακτική ζωή τους και τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Ήμουν μικρό παιδί, στο
Δημοτικό. Το μεσημέρι, σχολώντας από το σχολείο, περνούσα από το σπίτι του
μπαρπα-Μιχάλη και της γυναίκας του Ελένης. Το έκανα συχνά γιατί ο
μπαρμπα-Μιχάλης Πρωτοψάλτης (Ματζώρος) με αγαπούσε ιδιαίτερα κι έτσι κάθε φορά
έπεφτε και το σχετικό χαρτζιλίκωμα. Εκείνη την ημέρα, όμως, εκείνη την ημέρα
που θυμάμαι με τα πιο ζωηρά χρώματα της παιδικής μου μνήμης, μπαίνοντας στο
σπίτι τους, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο μπαρμπα-Μιχάλης ήταν σκυμμένος πάνω
σε ένα ανοιχτό μπαούλο γεμάτο ως τα πάνω με κάτι μεγάλα χαρτιά – κάτι σαν
τίτλους, κάτι σαν τραπεζογραμμάτια – και έκλαιγε. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν.
Τα χαρτονομίσματα δεν μπορούσα να τα αναγνωρίσω. Αν και ήταν γραμμένα και
υπογεγραμμένα στα ελληνικά, δεν μου θυμίζανε κάτι. Ποτέ μου όμως δεν είχα
ξαναδεί συγκεντρωμένα τόσα παραστατικά ενός ανυπολόγιστου πλούτου. Αλλά ο
αγαπημένος μπάρμπας, ο πάντα καλοδιάθετος και πάντα γαλαντόμος γιατί έκλαιγε
γοερά; Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, η απορία μου και η σύγχυσή μου πρωτόγνωρες.
Πήρα το καθιερωμένο μου τάλιρο και δρόμο για το σπίτι. Δεν μπορούσα όμως να
ξεχάσω το μπαούλο με τα λεφτά. Ρώτησα τη μάνα μου και αυτή μου εξήγησε τι είχε
συμβεί. «Κάποτε,» μου είπε «ο μπαρμπα-Μιχάλης είχε πολλά λεφτά και ομόλογα αλλά
του τα φάγανε οι τράπεζες. Ήταν μια τράπεζα που την λέγανε Αγγλοαμερικάνα και
όσοι είχαν τοποθετήσει τα λεφτά τους εκεί τα έχασαν όλα.»
Κι εδώ αρχίζει η
ιστορία μας, που συνδέει τον καλοκάγαθο μπαρμπα-Μιχάλη από τα Μητάτα με την
Αυστραλία και μια οδυνηρή χρεωκοπία με την αίσθηση προσωπικού χρέους και τιμής:
Ο μπαρμπα-Μιχάλης, όταν ήταν μικρός, ανέβαινε με το μουλάρι φορτωμένο, από την
Παλιόπολη στα Μητάτα. Ήταν σούρουπο και στη θέση Πορταλαμίου που υπήρχε ένα
μικρό λαγκάδι, το μουλάρι γλίστρησε και έπεσε. Δεν μπορούσε να το σηκώσει και
να το ξαναφορτώσει και τον βρήκε η νύχτα. Παιδεύτηκε και φοβήθηκε πολύ μέχρι
που τον βρήκε μετά από πολλή ώρα κάποιος περαστικός και τον βοήθησε. Από τότε
έβαλε σκοπό της ζωής του να φτιάξει στο σημείο αυτό ένα γεφύρι. Μετά από λίγο
καιρό έφυγε για την Αυστραλία. Εκεί δούλεψε σκληρά και έκανε μεγάλη περιουσία.
Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, έκανε έρανο, και από γνωστούς και φίλους του
μάζεψε λεφτά για να φτιάξει το γεφύρι που είχε βάλει σκοπό. Επιστρέφοντας στην
Ελλάδα και στα Κύθηρα, τοποθέτησε τα χρήματά του, μαζί και αυτά που του είχαν
εμπιστευθεί για το γεφύρι, στην Αγγλοαμερικάνα. Η τράπεζα όμως βάρεσε κανόνι κι
ο μπαρμπα-Μιχάλης έμεινε με ένα μπαούλο χαρτιά και ομόλογα, όλα άχρηστα.
Στεναχωρήθηκε πολύ για αυτό που έπαθε αλλά αυτό που τον παίδευε περισσότερο
ήταν τα λεφτά που του είχαν εμπιστευθεί για να φτιάξει το γεφύρι. Να χάσει τους
κόπους της ξενιτειάς μπορούσε να το χωνέψει αλλά να προδώσει την εμπιστοσύνη
τόσων ανθρώπων δεν το δεχόταν με τίποτα.
Αποφάσισε τότε να
ξαναπάει στην Αυστραλία για δεύτερη φορά, δούλεψε και πάλι σκληρά νύχτα με
νύχτα, για δεύτερη φορά, μάζεψε λεφτά και γύρισε για δεύτερη φορά στα αγαπημένα
Κύθηρα, αποφασισμένος να εκτελέσει την παλαιά υπόσχεση στον εαυτό του και το παλαιό
χρέος στους χορηγούς του πρώτου εράνου. Έφτιαξε το γεφύρι με δικά του λεφτά,
δικαιώνοντας αυτούς που τον εμπιστεύθηκαν. Το γεφύρι στέκει εκεί τόσα χρόνια,
πάνω από χειμάρους, με τόσους σεισμούς μικρούς και μεγάλους πάνω στην καμπούρα
του, με αγροτικά φορτηγά να περνάνε από πάνω του αδιάφορα για τα αγκονάρια που
στέναζαν να σηκώσουν τόσο βάρος. Στέκει ακόμα εκεί να θυμίζει τον μόχθο και το
χρέος, χωρίς μελέτες, δημοπρασίες και τόσες άλλες γραφειοκρατίες που σήμερα
σκοτώνουν το χρέος και απαξιώνουν τον ανθρώπινο μόχθο.
Αυτό που μου έμεινε
σαν αγκάθι μέσα στη μνήμη είναι ο μπαρμπα-Μιχάλης που όταν είχε εκπληρώσει, με
διπλή καταβολή το βάρος της υπόσχεσής του, γέρος πια, να επιστρέφει από καιρού
εις καιρό και να κλαίει πάνω από το μπαούλο με τον εκμηδενισμένο πλούτο του
πρώτου γεφυριού.
Γιάννης Στεφ. Πρωτοψάλτης
Πηγή: https://tripelago.wordpress.com/