Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Δημήτρης Λουράντος : Πανηγυρικός για την 25η Μαρτίου ( Διόρθωση )


Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις , ο υιός του Θεού υιός της Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται.
  Ο Αρχάγγελος φέρνει το μήνυμα σ ένα άσημο κορίτσι της Παλαιστίνης. Σ ένα κορίτσι που ο κτίστης το χε προορίσει να γίνει η μάνα μας η απαντοχή μας η Παναγιά μας.

Κι ανακοινώνει πως έρχεται ο ίδιος, σαρκώνεται κι αποκτά οστά, ιστούς , νεύρα, σώμα, καληώρα σαν το κτίσμα, για να δείξει σ αυτό το κτίσμα, το δρόμο, την πορεία. Για να δείξει στο κτίσμα το ρόλο που πρέπει να χει αυτό το σώμα και τον προορισμό του προς τα άνω. Για να το ελευθερώσει.  Ή μάλλον για να του θυμήσει πως είναι ήδη λεύτερο. Και τούτη εδώ τη θύμηση την άρπαξαν οι Ρωμηοί την έκαναν δική τους, πιο δική τους απ` όλους τους άλλους και την ταίριαξαν, άτιμη φάρα, όπως έλεγε ο Τεπελενλής,  με το δικό τους τον καϋμό.
" Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω. 
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες, 
μόν’ καρτερώ την άνοιξη, νάρθουν τα χελιδόνια… 
"
        Τούτους τους στίχους κι ύστερα τους άλλους, του Ρήγα, κράτησε στο μυαλό και στην καρδιά του ο Ρωμηός, όταν η κατάρα της Ασίας άπλωσε τα πλοκάμια της και στα Ευρωπαϊκά εδάφη κι επέβαλε τον γενιτσαρισμό ως πολιτική καινοτομία, δοξολογημένη από άθλιους κονδυλοφόρους,  και το ραγιαδισμό ως κυρίαρχη νοοτροπία. Με εκτελεστικά όργανα πολύ συχνά τυφλωμένους ή προσκυνημένους ομόφυλούς μας .
    Τιμητικά ας ξεκινήσουμε όμως απ` τους άλλους, τους απροσκύνητους. Πρώτα απ` αυτούς που φόρεσαν ράσο τιμημένο, εμβληματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού και το έκαναν ένδυμα θυσίας, μαρτυρικό σύμβολο και σχήμα αθανασίας ανεκτίμητο, στη συνείδηση όλων των ελεύθερων ανθρώπων:  Ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος ο φιλόσοφος, που στα 1611 με χίλια παλικάρια ελευθέρωσε τα Γιάννενα και οι Οσμανλήδες τον γδάραν ζωντανό σύμφωνα με τα θέσμια της λαμπρής πολιτιστικής τους παράδοσης.
      Ο φωτισμένος πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, με το διαφωτιστικό κι απελευθερωτικό του έργο στις αρχές του 17ου αιώνα, φυσικά εξοντώθηκε.
      Ο άγιος των σκλάβων εθνεγέρτης Κοσμάς ο Αιτωλός που με σκισμένα ράσα και χωρίς παπούτσια περιδιάβηκε την  Ελλάδα σπέρνοντας με σχολειά  κι εκκλησιές το σπόρο του ποθητού και κατέληξε απαγχονισμένος. Κι όταν ο σπόρος τούτος βλάστησε , ένας άλλος ρασοφόρος ο Θανάσης Διάκος,  παιδί ακόμα, έγινε λίπασμα, παλουκωμένος από τη μανία του φιδιού που ψοφούσε,  για να αντρειέψει κι άλλο να πιάσει καλά το φυντάνι της λευτεριάς .
    Κι ακόμα ο εξωλέστατος ταραχοποιός εθελομάρτυρας Παπαφλέσσας, για να δοξολογηθεί στους αιώνες το μαύρο ανεπίβατο άτι, το αίμα της φυλής. Κι εκατοντάδες άλλοι, ηρωικοί ρασοφόροι, που μείναν στην αφάνεια.
     Για τους άλλους, τους ομόφυλους που βολεύτηκαν στη διάρκεια του αγώνα κι όλο το διάστημα πριν απ` αυτόν, γι αυτούς που αρκέστηκαν σε τίτλους και προνόμια , για κείνους που εξαντλήθηκαν σε γεναιόδωρα σουλτανικά φιρμάνια που χάριζαν γη, για κείνους που λάμψανε σαν σουλτανικοί αξιωματούχοι κι έγιναν θλιβεροί θεράποντες του ήθους των τυράννων, δε θα σας μιλήσω σήμερα. Δεν έχουν θέση στο πανηγύρι.
         Θέλω να σας μιλήσω σήμερα,  για ένα ήθος κι έναν τρόπο, που δεν παζαρεύει, δεν κανακεύεται, δεν εξαπατά, δεν ασχημονεί, δεν ξιπάζεται, που σαν την αγάπη, σαν την νοητή δικαιοσύνη,  ουδέποτε εκπίπτει. Γι’ αυτό σκοπεύω να σας θυμίσω ορισμένα μόνον ενδεικτικά παραδείγματα ανθρώπων που γίνονται με την προαίρεσή μας σηματωροί και κήρυκες στον διαρκή αγώνα για μια ζωή εντελέστερη, άθλος πνευματικός, πόθος και όλβος του απολύτου, κατόρθωμα της δίψας μας για αιωνιότητα.
      Θέλω να σας μιλήσω για τη στυγερή δολοφονία του Παναγιώτη Καρατζά, ενός φλογερού πατριώτη, απλού τσαγκάρη, που πρωτοστάτησε στην απελευθέρωση της Πάτρας και, επειδή χαλούσε τη σούπα του "Αχαϊκού Διευθυντηρίου",  τουφεκίστηκε πισώπλατα.
Για τον εκπληκτικό Αντώνιο Οικονόμου, στον οποίο δεν συγχωρήθηκε ποτέ από τους όψιμους πατριώτες καραβοκυραίους και προύχοντες,  το γεγονός ότι ξεσήκωσε τα πληρώματα της Ύδρας και επίταξε τα πλοία τους προσχωρώντας στην επανάσταση την ώρα που οι ίδιοι δυσανασχετούσαν στην ιδέα ότι θα έχαναν τα προνόμια του Οθωμανικού καθεστώτος κι αφού τον φυλάκισαν, τον δολοφόνησαν με λύσσα και με αξιοσημείωτο πατριωτικό ζήλο.
      Θέλω να σας μιλήσω για τον κατατρεγμό που υπέστη ο γέρος του Μωριά, για την καθαίρεσή του και την φυλάκισή του, για την ανείπωτη κόλαση να σου φέρνουν αδερφοσκοτωμένο το παιδί σου κι εσύ να στέκεσαι ατάραχος και προσηλωμένος σ’ αυτό που η καρδιά σου νομοθέτησε ως πατρίδα και ν’ απαντέχεις δίπλα σε τόσους σάπιους και σκάρτους, μέσα σε τόσην ατιμία κι αδιαντροπιά, γιατί – δεν γίνεται αλλιώς – είσαι από τα γεννοφάσκια σου της λευτεριάς ταμένος.
     Για τον λαμπρό, λαμπρότατο δαίμονα της φυλής μας, τον Αχιλλέα της διαχρονικής Ρωμιοσύνης, τον Γιώργη Καραϊσκάκη. Που το Φαναριώτικο τζογλάνι του ρείζ-εφέντη τον πέρασε από δίκη – παρωδία με την κατηγορία της προδοσίας . Μα και για το βόλι το φονικό – που δεν ήταν Τούρκικο – με το οποίο τον ξεπαστρέψαν τελικά. Στη μνήμη όμως του γένους θα μένουν υποθήκη και εικόνισμα τα απαράμιλλα λόγια του: " Φάγε, ωρέ Βουλπιώτη, φάγε κι εσύ με τον πρίντζιπα και τους καπεταναίους, για να θανατώσεις τον Καραϊσκάκη. Ε, ωρέ Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσιά μου την έγραψες στο χαρτί, μα εγώ γρήγορα θα στη γράψω στο κούτελο, να φανεί ποιος είσαι! "
      Θέλω να σας μιλήσω για τον Μάρκο Μπότσαρη, που όταν ανακηρύχτηκε στρατιωτικός αρχηγός κι είδε την ψώρα της φιλαρχίας να σκιάζει τα πρόσωπα πολλών συναγωνιστών του καπετάνιων και να τους δηλητηριάζει, έσκισε μπροστά τους το δίπλωμα λέγοντας: "Τα διπλώματα αυτά δεν έχουν καμιάν αξία. Τα πραγματικά τα παίρνει κανείς στη μάχη". Κι ύστερα συνάντησε άφοβος τη μοίρα του με ένα εχθρικό βόλι στο κούτελο, αιώνιο τρόπαιο τιμής για τα ξεχωριστά τα παλικάρια.
       Για τις Σουλιώτισσες που σφάξαν ή πετάξαν τα παιδιά τους κι ύστερα πέσαν κι οι ίδιες στα βάραθρα, για να μην ατιμαστούνε, καταφάσκοντας την αξία της ζωής στη λευτεριά του χάρου, μνημειώνοντας τη στιγμή τους αυτή σε αιωνιότητα.
     Θέλω να σας μιλήσω για τον τραγικότατο  Οδυσσέα Ανδρούτσο. Τον κατασπαράξαν ανελέητα τα τσακάλια και τα όρνια, τα θρασίμια που συνηθίζουν να εξαργυρώνουν πάντοτε το αίμα και τις θυσίες των άλλων στο χρηματιστήριο των αγοραίων αξιών τους και στο απέραντο θέατρο των κατασκευασμένων εντυπώσεων. Αφού απέτυχαν κατ’ επανάληψη να τον δολοφονήσουν ο Κωλέτης κι οι συν αυτώ πολιτικάντηδες, αφού επιχείρησαν ανεπιτυχώς να δελεάσουν κι αυτόν ακόμη τον αδιάφθορο Νικηταρά, στο τέλος με όργανο το άλλοτε πρωτοπαλίκαρό του, τον Γιάννη Γκούρα, τον φυλακίσαν σαν ζώο στον Βενετσιάνικο Κουλέ στην ακρόπολη της Αθήνας και τον στραγγάλισαν με απίστευτα βασανιστήρια, για να λάμψει η δικαιο-σύνη τους κι ο πατριωτισμός τους.
        Στο κατ’ όνομα ανεξάρτητο κράτος που στήθηκε, όπως στήθηκε από τους υψηλούς μας προστάτες, κι, αφού εν τω μεταξύ οι μπέηδες είχαν δολοφονήσει κι έναν λαμπρό πολιτικό, που δεν ήταν του χεριού τους και δεν ήταν μπιστικός καμιάς αυλής ή δύναμης, το φωτισμένο  Ιωάννη Καποδίστρια, ο αγγλόφρων Μαυροκορδάτος κι ο γαλλόφρων Κωλέτης έγιναν κι αυτοί πρωθυπουργοί. Ο στιγματισμένος Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο κι η ιστορία κύλησε το νερό της – ή καλύτερα το αίμα της , κι ένας απίστευτος αριθμός αγωνιστών  που χαν γλιτώσει απ τα Αγαρηνά τα βόλια, βρέθηκε στην πείνα και στη διακονιά και στην καταφρόνια και στο στιγματισμό. Πρόκοψαν και τράνεψαν διάφοροι Τζουμπέδες, δοξολογήθηκαν κοράκια, ασήμαντοι και απόντες.  Η πατρίδα δεν τους τιμώρησε.
Τους Ηρόστρατους και τους Αλάριχους, όλους τους κατά καιρούς Κλαζομενίους, που κατά το έθος τους αδιάντροπα ασχημόνησαν ποικιλοτρόπως, κανένας δεν τους μνημονεύει στο ψυχοχάρτι που κρατάει συνείδησή του, περηφάνεια του και κληρονομιά του αδιατίμητη ο λαός μας. Κανείς δεν τους θυμάται.:   
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους 
και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους
 
και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
         Και μη σκεφτεί κανείς ποτέ πως η έρμη μας πατρίδα τον εγέλασε. Γιατί η πατρίδα της καρδιάς μας δεν είναι αυτή των σαλτιμπάγκων και των εμπόρων, του ραγιάδικου ήθους, των εκδουλεύσεων και της διακονιάς, δεν είναι αυτή που δολοφονεί, εξορίζει και βασανίζει τα παιδιά της, αλλά ο παραδείσιος κόσμος των ονείρων και των οραμάτων μας, τα απανταχού θυσιαστήρια των ηρώων γονιών και προγόνων μας, αμόλευτη κι ανέγγιχτη από τους σάπιους, απλησίαστη απ’ τους βαρβάρους και τους σταυρωτές. Γιατί αυτοί δεν την είδαν, δεν την άκουσαν, δεν την ένοιωσαν ποτέ.
Δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε 
ούτε και μούρλα εθνική που επιστρέφει. 
Είναι η Ελλάδα που οι εμπόροι τη μισούνε 
και η ανάγκη μας που όνομα δεν έχει.

Την διασώζει ακέραια η φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις και ο χαλασμός στα σπλάχνα μας.

Κι έχει την τύχη να χει ντραγάτη και κριτή ακοίμητο κι αμείλικτο, την ιστορία, που για τούτο τον ξερόβραχο και τις ψυχές που είναι καρφωμένες πάνω του,  σε τούτη την εσχατιά της Γηραιάς,  ευτυχώς,  επιφυλάσσει  πάντα το ίδιο τέλος στα κεφάλαιά της .



Πηγή : Δημήτρης Λουράντος