«Έχω μερικές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, όπως για παράδειγμα που περπατούσα ξυπόλυτος με τα άλλα παιδιά του χωριού από και προς το σχολείο. Εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν παπούτσια! Είχαμε μόνο ένα ζευγάρι το οποίο φορούσαμε την Κυριακή στην εκκλησία. Στην εκκλησία φυσικά πηγαίναμε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θυμάμαι η εκκλησία ήταν Του Σταυρού στα Πιτσινιάνικα. Μάλιστα πήγαινα στο Ιερό, έβαζα και τη στολή που είχαν τα παπαδάκια και βοηθούσα τον παπά στην λειτουργία.
Ηλικιακά ήμουν το δέκατο παιδί στη σειρά. Δύο από τα αδέλφια μου πέθαναν νωρίς. Το ένα παιδί πέθανε το διάστημα 1917-1918 που ξέσπασε η Ισπανική γρίπη που θέρισε στην κυριολεξία το μισό Τσιρίγο, προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Θυμάμαι την ιστορία μιας οικογένειας στον Αβλέμονα που έχασαν τα έξι από τα επτά παιδιά τους.»
Έτσι αρχίζει η μαρτυρία του Εμμανουήλ Κασιμάτη (1919-2015), που σε ηλικία 17 ετών επιβιβάστηκε για την Αυστραλία, όπου έζησε, εργάσθηκε και πρόκοψε, αποκτώντας τρία παιδιά και επτά εγγόνια. Φαίνεται πως από μικρός είχε αποφασίσει πως το μέλλον του θα ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου από τα Κύθηρα: «Τελικά δεν πήγα ποτέ στο Γυμνάσιο στα Κύθηρα γιατί γνώριζα ότι ήθελα να έρθω στην Αυστραλία. Ο αδελφός μου, ο Μικ, είχε γράψει γράμμα στον πατέρα μου και του έλεγε να μάθω κάποια τέχνη πριν αποφασίσω να έρθω Αυστραλία. Ο πατέρας μου ήταν κυρίως γεωργός. Ναι, τον βοηθούσα στα κτήματα αλλά αυτό δεν ήταν κάποια ιδιαίτερη τέχνη. Το νησί δεν είχε πολλές δυνατότητες και σίγουρα δεν είχε μέλλον για τους νέους. Ο άλλος αδελφός μου άνοιξε τσαγκαράδικο και πήγα να δουλέψω δίπλα του. Εκεί έμαθα την τέχνη του τσαγκάρη και αυτός ήταν ο λόγιος που αποφάσισα να αγοράσω μαγαζί με παπούτσια στην Αυστραλία…».
Τις αναμνήσεις του κατέγραψε ο Joshua Kepreotis, και η δημοσίευση έγινε στην ελληνική εφημερίδα Ο Κόσμος του Sydney στις 25 Φεβρουαρίου 2015. Μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το κείμενο από τον πιο κάτω σύνδεσμο.
Πηγή : tripelago.wordpress.com