«Τήν ἄμετρόν Σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ ᾍδου σειραῖς, συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον».
(Στήν Νεοελληνική:) Βλέποντας τήν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία Σου, Χριστέ, οἱ δεμένοι μέ τίς ἁλυσίδες τοῦ Ἅδη, προχωροῦσαν γρήγορα πρός τό φῶς τῆς Ζωῆς, μέ χαρούμενο ρυθμό στά πόδια, διατρανώνοντας τό Πάσχα τό παντοτεινό.
Γιά ρυθμική πορεία μιλάει, χριστιανοί μου, ὁ ὑμνωδός. Γιά πορεία χαρούμενη, μεθυστική, πρός τήν συνάντηση τοῦ Ἀναστάντος:«Ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἑμαυτόν», εἶχε προείπει ὁ Ἰησοῦς. Καί τώρα πιά, ὄχι ἐπάνω στόν Σταυρό, ἀλλά «ἐγηγερμένος», Ἀναστημένος νικητής τοῦ θανάτου, σκορπίζει Φῶς καί λάμψη καί ἐλπίδα καί χαρά.
Ποιά μεγάλη τιμή καί δόξα γιά κείνους πού θά σύρουν αὐτόν τόν πανηγυρικό χορό πρῶτοι!..
Καί νά! Μέσα στό σκοτάδι τῆς νύχτας τοῦ Σαββάτου, ὅταν ὅλοι οἱ Μαθητές ἦταν μαζεμένοι στό ὑπερῶον, τρέμοντας τήν μανία τῶν Ἰουδαίων, λίγες ἀδύναμες γυναῖκες δέν ξέχασαν τόν Διδάσκαλο. Ἔδωσαν ὅ,τι εἶχαν καί δέν εἶχαν καί ἀγόρασαν μῦρα. Ξεκίνησαν μόλις ἀχνόφεγγε ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος (ἡ μία τῶν Σαββάτων). Κι ἦταν αὐτές πού τούς χαρίσθηκε ἡ τιμή νά δοῦν πρῶτες τόν ἄδειο Τάφο. Κι' ἦταν ἐκεῖνες πού πρῶτες ἔμαθαν ἀπό τούς Ἀγγέλους πώς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε!.. Ἡ φυσική ἀνατριχίλα ἐκείνου τοῦ ἀνοιξιάτικου πρωϊνοῦ -τοῦ μεγαλύτερου πρωϊνοῦ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας- πολλαπλασιάσθηκε ἀπό τό ἀπροσδόκητο γεγονός. Ἔτρεξαν ἀμέσως «μετά φόβου καί χαρᾶς μεγάλης» νά εἰδοποιήσουν τούς Μαθητές ...
Αὐτές τίς γυναῖκες τῆς Γαλιλαίας τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Καί μαζί τους τόν Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τόν νυκτερινό μαθητή Νικόδημο.
Τούς τιμᾶ ἐπειδή εἶναι οἱ πρῶτοι πού μᾶς ἔφεραν τό μεγάλο νέο: Πώς ὁ θάνατος πατήθηκε θανάτῳ.
Καί ταυτόχρονα σέ μᾶς, τούς σημερινούς πιστούς, γεννιέται μία «ζήλεια» : Πόσο θά θέλαμε νά εἴμαστε ἐκεῖνο τό πρωϊνό στόν κῆπο μέ τόν Τάφο!..
Ἄς κρατήσουμε, ὅμως, τίς δύο μεγάλες ἀρετές τῶν Μυροφόρων: Τό θάρρος καί τήν ἀφοσίωση. Αὐτές οἱ ἀρετές ἦσαν τό «εἰσητήριο» γιά τήν Ὥρα. Ἄς μή φοβόμαστε τίποτε. Οὔτε τήν φτώχεια, οὔτε τήν ἀρρώστεια, οὔτε τόν θάνατο. Καί ἄς ἔχουμε ἀκλόνητη τήν ἀφοσίωσί μας στόν «ὑπέρ ἡμῶν παθόντα καί ἐγερθέντα». Ἐκεῖνος θά μᾶς φανερωθεῖ, χαρίζοντάς μας τήν εὐφροσύνη τῆς δικῆς Του ἀνατολῆς, ἀσύγκριτα ὀμορφότερες κι ἀπό ἐκείνην ἀκόμη τήν ἀνατολή στόν Κῆπο, τήν πρώτη ἡμέρα τῶν Σαββάτων καί τῆς ζωῆς μας...
Πηγή: Μητρόπολη Κυθήρων & Αντικυθήρων