«Ήταν μαύρη και γυαλιστερή κι έμοιαζε με μαγγανεία τσιγγάνων, με τα μάτια της ακόμα ολοζώντανα και τα πριονωτά της δόντια στα ορθάνοιχτα σαγόνια. Εγώ ήμουν τότε εννιά χρονών κι ένιωσα τέτοιο φόβο μπροστά σ’ εκείνο το εφιαλτικό θέαμα, που μου κόπηκε η λαλιά.»
Και τι κρύβει η αυστηρή κυρία Φορμπς τα βράδια στο δωμάτιό της;
«Αλλά, από τη στιγμή που τις τύχες μας ανέλαβε η κυρία Φορμπς, η Φλούβια Φλαμίνια μάς σερβίριζε τόσο σιωπηλά, ώστε ακούγαμε μέχρι και τις μπουρμπουλήθρες της σούπας που κόχλαζε ακόμα μες στη σουπιέρα. Τρώγαμε ακουμπώντας την πλάτη στη ράχη της καρέκλας, μασώντας δέκα φορές από τη μια μεριά και δέκα από την άλλη, χωρίς να παίρνουμε τα μάτια μας από την αυστηρή και μαραμένη μεσόκοπη γυναίκα, που μας έκανε ταυτόχρονα μαθήματα καλών τρόπων.»
Μια ιδιαίτερη παιδική ιστορία από τον Κολομβιανό συγγραφέα Γκ.Γκ.Μάρκες δοσμένη με τον μαγικό ρεαλισμό και την ευαισθησία που διακρίνει τον λογοτέχνη.
«Ακόμα θυμάμαι σαν όνειρο την ηλιόλουστη πεδιάδα που ήταν γεμάτη ηφαιστειογενείς πέτρες, την ατέλειωτη θάλασσα, το σπίτι ασβεστωμένο ως τα σκαλοπάτια, που από τα παράθυρά του φαίνονταν τις νύχτες που είχε άπνοια οι αναλαμπές των φάρων της Αφρικής. Εξερευνώντας με τον πατέρα μας τα κοιμισμένα βάθη γύρω από το νησί, είχαμε ανακαλύψει μια δέσμη από κίτρινες τορπίλες, σφηνωμένες εκεί από τον τελευταίο πόλεμο, είχαμε ανασύρει έναν αρχαίο ελληνικό αμφορέα σχεδόν ένα μέτρο ύψος, με πετρωμένες γιρλάντες, που στο βάθος του είχε ακόμα τα κατακάθια ενός παμπάλαιου και δηλητηριασμένου κρασιού κι είχαμε κολυμπήσει σ’ ένα τέλμα που άχνιζε και τα νερά του ήταν τόσο πηχτά, ώστε μπορούσε σχεδόν να περπατήσει κανείς πάνω τους.»
Η ιστορία των δύο αδελφών στην Παντελλερία, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της αυστηρής Γερμανίδας νταντάς κας Φόρμπς, είναι οι αναμνήσεις του ίδιου του Γκ.Γκ.Μάρκες που βρέθηκε στο νησί όταν «για πρώτη φορά στην ιστορία, ο άνθρωπος προσγειώθηκε στο φεγγάρι».
Πηγή: Kythera Library