Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Μάρκος Μεγαλοοικονόμος : Οι νερόμυλοι Μυλοποτάμου

Νερόμυλοι 2
Ένα σημαντικό στοιχείο της οικονομικής, κοινωνικής και φυσικής ιστορίας των Κυθήρων είναι οι νερόμυλοι. Μπορεί ως μνημεία να μην είναι τόσο γνωστά όσο είναι τα κάστρα και οι εκκλησίες του νησιού, όμως έχουν διαδραματίσει εξ ίσου σημαντικό ρόλο στον αέναο αγώνα των ανθρώπων του για επιβίωση. 






Ένας αγώνας αντικειμενικά δύσκολος, κυρίως λόγω του έντονου γεωμορφολογικού ανάγλυφου και της γενικά χαμηλής παραγωγικότητας των εδαφών του. Οι νερόμυλοι και οι ανεμόμυλοι πριν μερικές δεκαετίες ήταν σημαντικοί κρίκοι στην παραγωγική αλυσίδα του ψωμιού. Αλυσίδα που ξεκινά από την σπορά των δημητριακών και καταλήγει στην παρασκευή του. Οι προβιομηχανικοί μύλοι λοιπόν συμμετείχαν καθοριστικά στην παραγωγή ενός διαχρονικά σημαντικότατου διατροφικού στοιχείου των περισσοτέρων λαών, του άρτου ή κοινώς ψωμιού.




Οι νερόμυλοι Μυλοποτάμου Κυθήρων βρίσκονται στην περιοχή της ομώνυμης ρεματιάς. Μέχρι τώρα στην περιοχή έχουν εντοπισθεί 17 κτίρια Νερόμυλων ενώ μαρτυρίες ονοματίζουν έως και 22 με υπόδειξη ενός τουλάχιστον ιδιοκτήτη για κάθε έναν απ’ αυτούς. Η κατάσταση διατήρησης των κτιρίων ποικίλει. Πάντως υπάρχουν τουλάχιστον τρεις που βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση και διατηρούν σημαντικά τμήματα του μηχανισμού τους.
Το όνομα του χωριού Μυλοπόταμος παραπέμπει σε νερόμυλους. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για τους Νερόμυλους του Μυλοποτάμου ανάγονται στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Συγκεκριμένα υπάρχει αναφορά στις νοταριακές πράξεις του Εμμανουήλ Κασιμάτη (Εμμ.Δρακάκης «Εμμανουήλ Κασιμάτης νοτάριος Κυθήρων 1560-1582» Αθήνα 1999). Έτσι, σε προικοσύμφωνο της 12ης Αυγούστου 1565 ο παπα-Μάρκος Τζάνες προικίζει τον γιο του Μανέα, μεταξύ άλλων ακινήτων και με ένα νερόμυλο στην Λαγκαδιά του Μυλοποτάμου. Σε άλλη συμβολαιογραφική πράξη της 22ας Αυγούστου 1588, ο μισερ-Γεωργιλάς Βενέρης του Μωυσή νοικιάζει το μερίδιο που έχει στο μύλο στο λαγκάδι του Αγίου Σώζοντα. Η ιδιοκτησία των μύλων, εκείνη την εποχή ήταν στα χέρια των ευγενών ή των μεγάλων ιδιοκτητών γης. Ο ιδιοκτήτης κατείχε τα δύο τρίτα του μύλου και ο μυλωνάς το υπόλοιπο τρίτο. (Γ. Λεοντσίνης,The island of Kythera. A social History. Athens 2000). Η φορολογία που επιβαλλόταν στην εκμετάλλευση των μύλων ήταν ο φόρος της δεκάτης. Υπήρχαν όμως δυσκολίες στην εφαρμογή του συστήματος αυτού και έτσι οι προβλεπτές του νησιού εισηγούνταν στους ανωτέρους τους ένα σύστημα φορολόγησης ανεξάρτητο από την παραγωγή του μύλου. Την περίοδο της Αγγλοκρατίας, σύμφωνα με έγγραφο της τοπικής Αυτοδιοίκησης Κυθήρων, προτάθηκε επίσης συγκεκριμένο ποσό φόρου, που για τους νερόμυλους ορίστηκε στα 15 τάληρα.
Ο αριθμός των μύλων μεγάλωσε σημαντικά κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ως αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγής των δημητριακών και της αύξησης του πληθυσμού. Στην περιοχή οι επιγραφές που έχουν εντοπισθεί δεν παραπέμπουν σε εποχή παλαιότερη από εκείνη της Αγγλοκρατίας. Είναι πολύ πιθανόν κάποιοι από τους νερόμυλους να είχαν κτιστεί παλαιότερα και οι επιγραφές να αναφέρονται στην ημερομηνία ανακαίνισης. Ένα ακόμα στοιχείο που δηλώνει την παλαιότητα των μύλων είναι και ο πετρόκτιστος υδατόπυργος (βουτσί).
Αξιόλογο τεχνικό χαρακτηριστικό του συστήματος των νερόμυλων της περιοχής αποτελεί το μυλαύλακο  που συνδέει τους μύλους. Αποτελεί ένα τμήμα ενός εκτεταμένου συστήματος ανοικτών αγωγών νερού, το οποίο εξυπηρετούσε τόσο τους νερόμυλους όσο και τα περιβόλια της περιοχής. Τα περιβόλια αυτά ήταν φημισμένα για την παραγωγικότητά τους, κυρίως για τα φρούτα που έβγαζαν. Οι μύλοι είχαν αυξημένα δικαιώματα στην χρήση του νερού σε σχέση με τα περιβόλια Αυτό κατοχυρωνόταν και γραπτώς στα συμβόλαια ιδιοκτησίας. Τα περιβόλια ποτίζονταν μια φορά την εβδομάδα, συγκεκριμένα την Δευτέρα. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως δεν έλειπαν οι διενέξεις μεταξύ μυλωνάδων και περιβολάρηδων όπως υποδηλώνει και η ακόλουθη ρίμα:
Δημητρακόπουλος και Φίλιππος φορούν μικρές βελάδες ,
αυτοί εκατόρθωσαν περιβολιών μπελάδες.


Η συντήρηση του αυλακιού και μάλιστα τέτοιου μεγέθους ήταν μια δύσκολη και επίπονη εργασία. Ο κυριότερος εχθρός του μυλωνά και των περιβολάρηδων, ήταν … τα καβούρια, που διαβιούν εντός του ρέματος. Αυτά κάνουν τρύπες στα αυλάκια και δημιουργούν προβλήματα στεγανότητας. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι μια φορά την βδομάδα να μαζεύουν πηλό (ρόδωμα), κυρίως από μια ομώνυμη περιοχή, τους Πηλούς, και να τον τοποθετούν στα αυλάκια. Η εφαρμογή του πηλού γινόταν με τα πόδια. Το μήκος του μυλαύλακου που συνδέει τους νερόμυλους είναι περίπου 1 χιλιόμετρο. Οι νερόμυλοι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν μέχρι την δεκαετία του ’50 αποκλειστικά για άλεση δημητριακών. Εντυπωσιακό είναι το δίκτυο των μονοπατιών, πολλών χιλιομέτρων, που τέμνουν εγκάρσια την ρεματιά και που οδηγούν σε συγκεκριμένους μύλους. Αυτά είναι πολλές φορές διαφορετικά και φυσικά πιο σύντομα από τους σημερινούς δρόμους.
Mills of Milopotamos
Οι μύλοι, για τους ιδιοκτήτες τους, εκτός από χώρο εργασίας διέθεταν και χώρο κατοικίας. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των διώροφων μύλων, η κατοικία είχε κατασκευαστεί στον πρώτο όροφο ενώ στο ισόγειο υπήρχαν ο μηχανισμός του μύλου και τα υπόλοιπα βοηθητικά κτίρια. Τα ισόγεια κτίσματα είναι καμάρες με δώμα για στέγη, αποτελούμενη από πατημένο χώμα. Τα περισσότερα αποτελούν ενιαίο χώρο, άλλα όμως έχουν ένα ή δύο χωρίσματα.
Οι νερόμυλοι του Μυλοποτάμου είναι οριζόντιου τύπου, δηλαδή με την φτερωτή σε οριζόντια θέση. Η αρχιτεκτονική δομή τους αποτελείται από τον υδατόπυργο (βουτσί), που είναι κατασκευασμένος από σπόνδυλους πωρόλιθου. Το βουτσί φθάνει σε ύψος τα πέντε με έξι μέτρα. Επίσης η κοφινίδα, αποτελεί το δοχείο με τον καρπό προς άλεση πάνω από τις μυλόπετρες. Ο κάθετος άξονας, που μετέδιδε την κίνηση, ήταν σιδερένιος ή ξύλινος, ενώ η φτερωτή πάντοτε σιδερένια.
Οι δύο μυλόπετρες άλεσης αποτελούνται από ηφαιστειακό πορώδες πέτρωμα και συνήθως ήταν κομμάτια που ενώνονταν με μεταλλική στεφάνη και γύψο. Οι πέτρες αυτές εισάγονταν στα Κύθηρα μάλλον από την Μήλο. Κάθε τόσο οι μυλόπετρες έπρεπε να αγριεύονται με πελέκημα από τον μυλωνά γιατί όταν λειαίνονταν λόγω της χρήσης, δεν άλεθαν σωστά. Άτυχος ήταν φυσικά ο πρώτος πελάτης μετά από αυτήν την διαδικασία, μάλιστα σε μια εποχή που η οδοντιατρική περίθαλψη ήταν μάλλον αδύνατη.
Το αλεύρι έπεφτε από την αλευροδόχη και γέμιζε τα σακιά. Υπήρχε επίσης μηχανισμός που αυξομείωνε την απόσταση μεταξύ των πετρών για την παραγωγή ανάλογης ποιότητας αλευριού. Άλλος σημαντικός μηχανισμός ήταν η σταματήρα, ένα είδος φρένου, που σύμφωνα με την παράδοση την εισήγαγε στον Μυλοπόταμο ο Βασίλειος Φωτεινός. Στον υποκείμενο χώρο, το ζουρίο, υπήρχε ο τροχός με φτερωτές που δεχόταν το νερό από το βροχώνι, δηλαδή το στόμιο του βουτσιού. Όσο τελείωνε το καλοκαίρι και λιγόστευε η παροχή του νερού από την ρεματιά οι μυλωνάδες στένευαν τα βροχώνια, για να διατηρούν την πίεση του νερού σχετικά σταθερή. Η κίνηση που παραγόταν στο ζουρίο μεταφερόταν μέσω κατακόρυφου άξονα στην επάνω μυλόπετρα, ενώ η κάτω παρέμενε σταθερή.
Στην περιοχή του Μυλοποτάμου δεν παρατηρούνται γενικά δεξαμενές νερού (βασκίνες), που να συνδέονται με την λειτουργία των νερόμυλων. Από τις μαρτυρίες υποθέτουμε ότι μόνο ο τελευταίος της σειράς των νερόμυλων χρησιμοποιούσε βασκίνα. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα οι μύλοι ήταν ιδιόκτητοι. Κάποιοι μυλωνάδες εκμεταλλεύονταν δύο μύλους, ενώ υπήρχαν και μύλοι που τους εκμεταλλεύονταν συνεταιρικά δύο ιδιοκτήτες, με συμφωνία συνήθως μεσακή. Δυστυχώς δεν υπάρχουν από τις μαρτυρίες αξιόπιστα ποσοτικά στοιχεία για την απόδοση των μύλων. Πιο αποδοτικός εθεωρείτο ο μύλος του Φίλιππα γιατί είχε ψηλότερο βουτσί. Ο μυλωνάς πληρωνόταν με ποσοστό 10% επί του παραγόμενου αλευριού. Η περιοχή των Νερόμυλων αποτελούσε έναν ξεχωριστό οικισμό για την περιοχή του Μυλοποτάμου όπως είναι σήμερα η Κάτω Χώρα ή οι Αραίοι.
Οι μυλωνάδες, αν και οι περισσότεροι είχαν σπίτι και στο πάνω χωριό, όταν υπήρχε εργασία έμεναν στους μύλους μαζί με τις οικογένειές τους. Αυτό καταδεικνύεται από την πληρότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, πολλοί από τους μύλους έχουν βοηθητικά κτίρια, όπως χώρο για τα ζώα και φούρνο. Και βέβαια, καθώς αρμόζει σε όλες τις ενεργές κοινωνίες, δεν έλειπαν και από εκεί οι παντός είδους εκδηλώσεις: οι βαπτίσεις, οι χοροί αλλά και τα γεννητούρια αφού η μαμή κατέβαινε κάτω για να ξεγεννήσει. Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η Χορεύτρα του Δασκάλου  , φημισμένη για τους χορούς που γίνονταν εκεί. Ο εκκλησιασμός της περιοχής γινόταν στην εκκλησιά της Αγ.Αικατερίνης, που λειτουργείται ακόμα και σήμερα. Ενδεικτική επίσης της σημασίας της περιοχής είναι η πληροφορία ότι η λιτανεία της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας προερχόμενη από το ύψωμα της Σκληρής περνούσε πρώτα από όλους τους μύλους και μέσω των μονοπατιών των μύλων έφθανε τελικά στο Μυλοπόταμο.
Η ζωή στους Μύλους δεν ήταν βέβαια πάντα ρόδινη. Οι περισσότεροι μύλοι δεν είχαν τις απαραίτητες ανέσεις για να στεγάσουν τις πολυπληθείς οικογένειες των μυλωνάδων. Η οικογένεια τότε κοιμόταν κατάχαμα, οι τοίχοι έτρεχαν από την αυξημένη υγρασία της ρεματιάς. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι πολλά παιδιά είχαν πεθάνει από αρρώστιες. Επίσης κατά τον 20° αιώνα έχουν καταγραφεί τέσσερα θανατηφόρα ατυχήματα.
Οι νερόμυλοι του Μυλοποτάμου είχαν πελάτες τόσο από τον Έξω Δήμο όσο και από τον Μέσα Δήμο. Από τον Έξω Δήμο έρχονταν μέσω μονοπατιών που περνούσαν από χωριά, όπως τα Ντουριάνικα και Περλεγκιάνικα. Αυτή η μετακίνηση συνέβαλλε στην εμπορική ανάπτυξη του Μυλοποτάμου. Ενδεικτικό γεγονός της εμπορικής κίνησης του χωριού είναι ότι την δεκαετία του ’50 λειτουργούσαν εκεί πέντε καφενεία. Γενικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι κάτοικοι των Κυθήρων –όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα– είχαν μεγαλύτερη προτίμηση στους νερόμυλους παρά στους ανεμόμυλους. Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στους νερόμυλους, σε σχέση με τους ανεμόμυλους, η ταχύτητα περιστροφής είναι πιο αργή και σταθερή και έτσι το αλεύρι δεν καίγεται. Πράγματι, όταν αναπτύσσεται μεγάλη θερμοκρασία κατά την άλεση υποβαθμίζεται η ποιότητα του αλευριού.
Οι πετρελαιοκίνητοι μύλοι από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 σιγά-σιγά υποσκέλισαν τους παραδοσιακούς. Είναι η εποχή των μηχανοκίνητων μέσων και της αυτοματοποίησης για τα Κύθηρα και για πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η περιοχή της ρεματιάς σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε χάριν της νέας τεχνολογίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης της εποχής, προκάλεσε την υποβάθμιση και τον οικονομικό μαρασμό συνολικά της περιοχής του Μυλοποτάμου. Το τέλος μιας ένδοξης εποχής για τους νερόμυλους αποδίδεται στην ακόλουθη πικρόχολη ρίμα του Φίλιππα, ενός από τους ξακουστούς μυλωνάδες της περιοχής:
Έκλεισα τον μύλο μου και βγήκα στο χωρίο
και βγήκε η γυναίκα μου στο κουσεγιαρίο.


Με το κλείσιμο του εστιατορίου Νεράιδα, πριν δύο δεκαετίες περίπου, ολοκληρώθηκε η εικόνα της εγκατάλειψης, η οποία γίνεται άμεσα αντιληπτή από τον οποιονδήποτε επισκέπτη της ρεματιάς. Τα τελευταία χρόνια βέβαια, έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες ανάδειξης, καθαρισμού και σήμανσης των μονοπατιών των νερόμυλων, με την συμβολή τοπικών φορέων όπως το Κ.Ι.Π.Α. αλλά και ιδιωτών. Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι η σημαντική τουριστική ανάδειξη και προβολή της ευρύτερης περιοχής. Όμως παρ’ όλα αυτά παραμένει άλυτο το σημαντικότερο πρόβλημα του Μυλοποτάμου, που είναι η έλλειψη αποχετευτικού συστήματος και η ανυπαρξία επεξεργασίας των λυμάτων του οικισμού. Η συνεχιζόμενη μόλυνση του νερού της ρεματιάς δεν δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την προσδοκώμενη οικοτουριστική αξιοποίηση της περιοχής και δεν πρέπει να είναι πλέον ανεκτή από κανένα φίλο των Κυθήρων. Καλούμε τη νέα Δημοτική αρχή να θέσει ως σημαντική προτεραιότητα της, την κατασκευή μικρών συστημάτων διαχείρισης και επεξεργασίας των λυμάτων που καταλήγουν στις ρεματιές των Κυθήρων. Τέλος καθοριστικό ρόλο στην προστασία και αειφόρο διαχείριση της ρεματιάς θα παίξει η ενεργός συμμετοχή των κατοίκων του Μυλοποτάμου και των περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένων φορέων και ομάδων του νησιού.
Μάρκος Μεγαλοοικονόμος

Γεωλόγος, Msc Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού Έργων Υποδομής

Πηγή: tripelago.wordpress.com