Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Τέσσερις αιώνες σε ένα τετράγωνο στην Πλάκα

Τέσσερις αιώνες σε ένα τετράγωνο στην ΠλάκαΤα θυρανοίξια του νέου Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, στα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2017, συμπίπτουν σχεδόν με τα 100χρονα της λειτουργίας του που συμπληρώνονται το αμέσως επόμενο έτος. Πρόκειται αναμφίβολα για συγκυρία ευτυχή: η μεταστέγασή του στην «καρδιά» του ιστορικού κέντρου, στο αστικό μνημείο του οικοδομικού τετραγώνου Αρεως - Βρυσακίου - Κλάδου - Αδριανού, θα του επιτρέψει όχι μόνο να «υποδεχθεί» το ορόσημο αυτό όπως αρμόζει στον θεματοφύλακα τεσσάρων αιώνων νεοελληνικού πολιτισμού αλλά και θα απελευθερώσει μεγάλες δυνατότητες και προοπτικές για το μέλλον.

Το έργο της αποκατάστασης του συγκροτήματος εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ το 2011, οι εργασίες ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2013 και αναμένεται να ολοκληρωθούν τον Οκτώβριο του 2015 με ευθύνη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 12.992.187,01 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό ο στόχος είναι μέσα στο 2016 να στηθούν οι εκθέσεις - με τρόπο σύγχρονο και ελκυστικό στον επισκέπτη, όπως εξηγεί η διευθύντρια του Μουσείου κυρίαΕλενα Μελίδη - ώστε την επόμενη χρονιά να αποδοθεί στο κοινό.

Σύνθετο έργο
Μέσα από αυτό το πρίσμα μια βόλτα στο εργοτάξιο του πάλαι ποτέ «Κάτω Παζαριού», μιας από τις παλαιότερες κατοικημένες περιοχές των Αθηνών, μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, της οδού Αρεως, της Αρχαίας Αγοράς - Στοάς Αττάλου και της οδού Βρυσακίου, έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς είναι ταυτόχρονα μια γοητευτική περιήγηση στην ιστορία αιώνων. Μια ιδιαίτερη περίπτωση όπου τα κτίρια περπατούν χέρι-χέρι με τον πολύτιμο θησαυρό που ετοιμάζονται να στεγάσουν.

Η αρχιτέκτων-μηχανικός της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων κυρία Αναστασία Μαγκουρίλου, επιβλέπουσα των εργασιών, κάνει λόγο για ένα από τα πιο σύνθετα έργα που υλοποιούνται από το υπουργείο στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ. Και αυτό, εξηγεί, έχει να κάνει με τις ιδιομορφίες του ως προς τον τρόπο και τις φάσεις κατασκευής του σε συσχετισμό με τις ιδιαιτερότητες, την εξειδίκευση και τη σπουδαιότητά του αλλά και με την εμπλοκή άλλων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού (λόγω αρχαιολογικού έργου, εργασιών συντήρησης κ.τ.λ.).

«Πρόκειται για οικοδομικό τετράγωνο το οποίο παρέμεινε αναλλοίωτο από τα οθωμανικά χρόνια, κάτι το οποίο συναντάται σπάνια πλέον στην Πλάκα» λέει στη συνέχεια η κυρία Μαγκουρίλου.  Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου στην ευρύτερη περιοχή είχαν συγκεντρωθεί οι εμπορικές και μεταπρατικές δραστηριότητες της πόλης. Παράλληλα το τετράγωνο αποτέλεσε τόπο κατοικίας σημαντικών αρχοντικών οικογενειών των Αθηνών, των χρόνων της Τουρκοκρατίας αλλά και των πρώτων χρόνων της Απελευθέρωσης (Χωματιανού-Λογοθέτη, Κλάδου, Παλαιολόγου-Μπενιζέλου, Λιανοσταφίδα, Δραγούμη κ.ά.).

Η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη αναφέρεται στις διάφορες περιόδους οικοδόμησης που εντοπίζονται στο τετράγωνο: τα λείψανα του υστερορωμαϊκού τείχους, εντοιχισμένα κατά τόπους σε νεότερα οικοδομήματα, η ανασκαφή του ναού του Αγίου Θωμά (5ος-9ος αιώνας), ο μονόκλιτος ναΐσκος του Αγίου Ελισαίου (17ος αιώνας) που αναστηλώθηκε πρόσφατα - εκεί έψελνε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - αλλά και τα κατάλοιπα του Αρχοντικού Χωματιανού-Λογοθέτη, από την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Αθήνα. Το πηγάδι, η βρύση, η πύλη μαζί με το εξωτερικό κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και η αυλή είναι ό,τι απέμειναν σήμερα από αυτό το αρχοντικό της Τουρκοκρατίας όπου φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σημαντικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων πρόξενοι και ξένοι περιηγητές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο πρέσβης της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη λόρδος Ελγιν, που έμεινε στην οικία αυτή την περίοδο της απόσπασης των Γλυπτών του Παρθενώνα. Στην αυλή του αρχοντικού αυτού συγκεντρώθηκαν προκειμένου να συσκευασθούν και να μεταφερθούν στον Πειραιά.

«Αυλή των θαυμάτων»
«Η περιοχή συγκέντρωσε επιφανείς ανθρώπους και κατά την Απελευθέρωση. Ο Μάρκος Δραγούμης, π.χ., επέλεξε να είναι εκεί το σπίτι του όταν ήρθε από τη Μακεδονία. Σιγά-σιγά, όμως, με τη μεταφορά των Ανακτόρων στο Σύνταγμα, οι καλές συνοικίες μετακινήθηκαν προς τα πάνω και εκεί εγκαταστάθηκαν μικρά καταστήματα και βιοτεχνίες» λέει και πάλι η κυρία Μαγκουρίλου. Ως πριν από την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης είχε διαμορφωθεί ένα σύμπλεγμα εγκαταλελειμμένων κατοικιών και καταστημάτων, η δόμηση των οποίων ξεκινά στις αρχές του 19ου αιώνα και φθάνει στα πρώτα χρόνια του 20ού, περιλαμβάνοντας δύο δρόμους του παλαιού ρυμοτομικού σχεδίου της Αθήνας της Τουρκοκρατίας και μια πλατεία («Αυλή των Θαυμάτων») αναδεικνύοντας με τρόπο μοναδικό τα τεκμήρια του παραδοσιακού τρόπου ζωής και οργάνωσης στην περιοχή.

Το έργο που υλοποιείται σήμερα προβλέπει τη στερέωση και αποκατάσταση όλων των κτιρίων του συγκροτήματος για την εγκατάσταση του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Σχεδόν στο σύνολό τους τα κτίρια αποτελούν απλές λιθόκτιστες κατασκευές με μικρή επιφάνεια και όγκο και καλύπτονται με κεραμοσκεπή στέγη ή δώμα. Τα περισσότερα είναι διώροφα και κάποια διαθέτουν ημιυπόγεια.

Σύμφωνα με το κτιριολογικό πρόγραμμα, στο έργο περιλαμβάνονται οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου αλλά και λειτουργίες απαραίτητες για την ορθή οργάνωσή του: αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, χώροι  περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων,  διοίκησης, τεκμηρίωσης, φωτογραφικού αρχείου, ηχοθήκης, ταινιοθήκη, βιβλιοθήκη, μικρό αναψυκτήριο και αποθηκευτικοί χώροι. Η αδόμητη έκταση επί της οδού Βρυσακίου διαμορφώνεται έτσι  ώστε να φιλοξενεί υπαίθριες εκδηλώσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα. Εκτός από τα κτίρια που βρίσκονται εντός του οικοδομικού τετραγώνου, στο Μουσείο περιλαμβάνονται και τρία κτίρια που γειτνιάζουν άμεσα με αυτό στις οδούς Κλάδου και Αρεως και τα οποία στεγάζουν αντίστοιχα τα γραφεία διοίκησης, τις περιοδικές εκθέσεις και τα εργαστήρια.

Το νέο πρόσωπο
«Η ανάγκη της μεταστέγασης του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, του κεντρικού κρατικού μουσείου το οποίο συγκεντρώνει έργα της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς, εκφράστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του '80 και έκτοτε άρχισε η διαδικασία απαλλοτριώσεων καθώς τα κτίρια αυτά κατοικούνταν» εξηγεί η κυρία Μελίδη, η οποία προσθέτει ότι η διαδικασία αυτή κράτησε περίπου μια εικοσαετία. Τι δυνατότητες θα «απελευθερώσει» άραγε η μεταστέγαση και πώς θα διαμορφωθεί το νέο πρόσωπο του Μουσείου; Η κυρία Μελίδη αναφέρει την έρευνα κοινού που διενεργήθηκε το 2012 με σκοπό να προσφέρει κατευθύνσεις για την πορεία στο μέλλον. «Η έρευνα αυτή ανέδειξε τρία πράγματα» λέει η διευθύντρια του Μουσείου. «Πρώτον, την ανάγκη να συνδεθούν με κάποιον τρόπο τα εκθεσιακά αντικείμενα με το σήμερα· δεύτερον, να παρουσιαστεί ο νεοελληνικός πολιτισμός σε όλες τις εκφάνσεις του καθώς μπορεί να αφορά το κοντινό μας παρελθόν αλλά παραμένει άγνωστος σε μεγάλη μερίδα του κόσμου· και, τρίτον, ο στόχος να είναι ανθρωποκεντρικός. Ως τώρα η έκθεση του ΜΕΛΤ ήταν αντικειμενοκεντρική, αποδιδόταν δηλαδή η καλλιτεχνική αξία των αντικειμένων. Πλέον αυτό έχει ξεπεραστεί μουσειολογικά. Αυτό που θέλουμε να παρουσιάσουμε λοιπόν είναι τα αντικείμενα με τις ιστορίες των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από αυτά». Μιλάει για την τάση που διαπιστώνεται να προσφέρονται αντικείμενα στο Μουσείο προκειμένου να διασωθούν καθώς έχουν μεγάλη συναισθηματική αξία για τους δωρητές. Αναφέρει χαρακτηριστικά ένα παράδειγμα: «Κάποια στιγμή μας έγινε μια δωρεά από μια πολύ σημαντική γυναίκα η οποία δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Μας χάρισε προσωπικά της αντικείμενα, μεταξύ αυτών και το νυφικό της. Η γυναίκα αυτή παντρεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου 1940, την παραμονή της κήρυξης του πολέμου. Την πρώτη νύχτα του γάμου έφυγε ο σύζυγός της για το Μέτωπο. Μας έφερε λοιπόν  τις επιστολές της που έχουν να κάνουν με το πώς δεν μπόρεσε να βιώσει τον έρωτά της ως νιόπαντρη. Φορούσε συνεχώς στο πέτο της μια καρφίτσα που μαρτυρούσε ότι ήταν σύζυγος πολεμιστή στο Μέτωπο. Το σύνολο της συλλογής αυτής θα εκτεθεί στο Μουσείο, με την ιστορία, εννοείται, που κρύβεται πίσω από τα αντικείμενα».


Η κυρία Μελίδη αναφέρει ότι στο νέο μουσειολογικό πρόγραμμα του ΜΕΛΤ εντάσσεται και το τζαμί Τζισδαράκη το οποίο τώρα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου και στεγάζει τη συλλογή νεότερης ελληνικής κεραμικής του Βασίλη Κυριαζόπουλου. «Εν προκειμένω θα ενταχθεί στο συνολικό μουσειολογικό πρόγραμμα και θα αποτελέσει - και λόγω της θέσης του αλλά και γιατί εκεί ξεκίνησε η λειτουργία του Μουσείου το 1918 - προπομπό για το νέο Μουσείο το οποίο θα λειτουργεί ακριβώς απέναντι απ' αυτό. Θα ξεκινά κανείς από το τζαμί και απέναντι θα μπορεί να δει ολόκληρο το ανάπτυγμα του νεοελληνικού πολιτισμού» λέει η κυρία Μελίδη.  



20.000 αντικείμενα ελληνικού πολιτισμού
Οι πολύτιμες συλλογές του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης περιλαμβάνουν περίπου 20.000 αντικείμενα προερχόμενα από τον ελληνικό χώρο - ηπειρωτικό και νησιωτικό - αλλά και από περιοχές όπου έδρασε ο Ελληνισμός και εκτείνονται χρονικά από τα μέσα του 17ου αιώνα ως τον 20ό. Οι μόνιμες εκθέσεις του - με εξαιρετικά δείγματα κεντητικής, υφαντικής, τοπικών ενδυμασιών, μεταμφιέσεων, θεάτρου σκιών, αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, λαϊκής ζωγραφικής και λιθογλυπτικής - αναδεικνύουν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πολιτιστική ταυτότητα του νεότερου Ελληνισμού.

Η κυρία Μελίδη υπογραμμίζει το ενδιαφέρον να αναδειχθεί ο τεράστιος πλούτος του Μουσείου: αποκτήματα που προέρχονται είτε από δωρεές είτε από αγορές. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει τη συμβολή της τεχνολογίας αλλά και τη δυνατότητα διάδρασης προκειμένου να επιτευχθεί η ψυχαγωγική εκπαίδευση. «Ο σκοπός είναι να δείξουμε τη διαχρονία της ελληνικής κληρονομιάς η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα ως σήμερα» λέει και συνεχίζει: «Ο νεότερος ελληνικός πολιτισμός έχει συμβάλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ταυτότητας του σύγχρονου Ελληνα και αυτά ακριβώς τα στοιχεία μπορεί να ανακαλύψει ο επισκέπτης στις ενότητες της έκθεσης».    


Πηγή : tovima.gr