«Ήταν Κυριακή πρωί, τέλη του Σεπτέμβρη. Μια παρεούλα μικρότεροι μαθητές βγαίναμε ως την Πορτέλα, για να υποδεχθούμε τους μεγάλους [μεγαλύτερους σε ηλικία μαθητές] που γύριζαν από το κυνήγι. Τα μπαμ και τα μπουμ δίνανε και παίρνανε στους γύρω λόφους από τα ξημερώματα.
– Μωρέ χαλασμός σήμερα. Πολύ ορτύκι.
– Ναι, ναι, μα πάρα πολύ φαίνεται.
– Σωστός πόλεμος˙ δεν ακούς τι γίνεται; Ώρες είναι να μας σκαγιώσουνε.
– Μα δεν βλέπεις; Ο ουρανός βρέχει σκάγια.
– Λελέψανε οι χωραΐτες, φωνάζει ο Σπυρούλης.
Πιο πάνω από του Πονηρού, στη στροφή του δρόμου, φτάσαμε τους καθηγητές μας στον πρωινό τους περίπατο. Είχανε στη μέση το νέο Γυμνασιάρχη μας, που ήρθε μόλις από την Αθήνα. Τον ξεναγούσανε. Χαιρετήσαμε και προσπεράσαμε βιαστικοί. Επιθυμία μας και σκοπό μας να υποδεχτούμε τους κυνηγούς μας. Και να που στη δεύτερη στροφή πέφτουμε απάνω τους. Οι ντορβάδες τους φουσκωμένοι. Σε λίγο, καθηγητές, κυνηγοί κι εμείς οι μικροί, γίναμε ένα.
– Μαθητές μας όλοι, κ. Γυμνασιάρχα, λέει ο Σπύρος ο Στάθης.
– Μαθητές μας; ρωτά έκπληκτος... Άκουσα καλά;
– Πολύ καλά, τον βεβαιώσανε όλοι γελώντας.
– Μα τι είναι εδώ; Ένοπλον Γυμνάσιον;
Βγάλανε ο καθένας τους από πέντε ορτύκια (την πρωτοβουλία της χειρονομίας είχαν ο Μανόλης ο Φατσέας από τα Κλαράδικα και ο Μήτσος ο Καρύδης από το Μυλοπόταμο), έδεσαν με σπάγγο αρμαθό, 25 όλα όλα, και τα πρόσφεραν στον Γυμνασιάρχη. Εκείνος τά’ χε χαμένα.
– Πρώτη φορά τέτοιο πράγμα. Κι έχω υπηρετήσει... σ’ όλη την Ελλάδα.
Εμείς γελούσαμε.»
Πηγή: facebook Kythera Library