
Οἱ δύο πρῶτοι περαστικοί ὁδοιπόροι τῆς παραβολῆς «ἐλθόντες καί ἰδόντες ἀντιπαρῆλθον». Ἔστρεψαν τά νῶτα τους. Ἔκλεισαν τά μάτια τους. Ἀπομακρύνθηκαν ἀσυγκίνητοι. Καί τότε ὁ πόνος τοῦ τραυματία, πού ἦταν Ἰουδαῖος, διπλασιάστηκε ἀπό τήν ἀναλγησία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ἔρχεται ὅμως, ἐπί τέλους, ὁ Σαμαρείτης, ἄν καί ἐχθρός, τόν πλησιάζει καί τόν σώζει. Δέν παραμέρισε μόνο γιά νά τοῦ δέσει τά τραύματά του, ἀλλά τόν ἔφερε καί μέ τό ὑποζύγιό του στό πανδοχεῖο, πληρώνοντας μάλιστα τόν ξενοδόχο γιά νά ἐνδιαφερθῆ ἰδιαίτερα γι' αὐτόν.

Ὅταν, λοιπόν, ἡ δεύτερη ἐντολή προστάζει «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», αὐτό σημαίνει πώς προϋπόθεση γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἡ ἀγάπη πρός ἑαυτόν. Κι ὅταν λέμε ἀγάπη πρός ἑαυτόν, δέν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς τήν ἐγωϊστική ἀγάπη, μά τήν ὀρθή καί ἀντικειμενική ἀγάπη.
Βέβαια, καί οἱ τρεῖς ἄνθρωποι τῆς παραβολῆς πέρασαν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, ὅπου βρισκόταν μισοπεθαμένος ὁ ἀδελφός τους. Καί οἱ τρεῖς πέρασαν δίπλα του. Καί γιά τούς τρεῖς ἑπομένως ἦταν ὁ πλησίον. Ὅμως, μόνο ὁ Σαμαρείτης τόν ἔνοιωσε πραγματικά πλησίον του. Γιατί μόνο αὐτός τόν πλησίασε καί τόν ἄγγιξε, μεταγγίζοντας στόν «πλησίον» του, μέ τό χέρι βοηθείας πού τοῦ προσέφερε, τόν ἴδιο τόν «ἑαυτόν» του, καί νοιώθοντας ἔτσι τόν ἄνθρωπο αὐτόν σάν νά ἦταν αὐτός ὁ ἴδιος.
Ἰδού λοιπόν, δέν εἶναι δύσκολο νά δοῦμε ποιός εἶναι ὁ σωστός δρόμος τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τόν «πλησίον». Ἄς τόν ἀκολουθήσουμε!
Πηγή : Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων